- ὥνπερ
- ἄνπερ , ἐάνif haplycontr indeclform (conj)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὦνπερ — ὦν , οὖν certainly doric ionic (indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧνπερ — ὧν , ὅς yas fem gen pl ὧν , ὅς yas masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VULTUR — a volatu Latinis, uti vult Becmannus in Origg. L. L. qui qualis sit, vide supra ubi de avium Volatu: an a vultu, quod perspicacissimus? Graecis γὺψ, item αἰγυπιὸς, quô nomine tamen proprie vultur niger venit, quem Hebr. daja appellant, ut videre… … Hofmann J. Lexicon universale
κυαμευτός — κυαμευτός, η, όν (Α) [κυαμεύω] 1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.) 2. (για ψηφοφορία) αυτή που… … Dictionary of Greek
προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση … Dictionary of Greek